επίπετρον — το (Α ἐπίπετρον) [πέτρα] νεοελλ. βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών δισκοριοειδών αρχ. φυτό που φυτρώνει πάνω σε πέτρες ή σε πετρώδη εδάφη … Dictionary of Greek
ἐπιπέτρου — ἐπίπετρον a rock plant neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)